Δύο μυθιστορήματα - δυο όψεις της μητρότητας

Η σημαντικότητα της σχέσης παιδιού – μητέρας έχει απασχολήσει πολλές ψυχολογικές θεωρίες. Η σπουδαιότητα του ρόλου της μητέρας από τις πρώτες επαφές της  με το βρέφος εξαίρεται, αλλά ακριβώς για αυτό το λόγο πολύ συχνά βρέθηκε ενοχοποιημένη για ό,τι στραβό προέκυπτε με την ψυχική υγεία των παιδιών.

Αυτή η διπλή και αντιφατική εικόνα της μητρότητας ως πηγή  ζωής, αγάπης και προσωπικής εξέλιξης αλλά και βαθιάς ενοχής που αναστέλλει την έκφραση προσωπικών επιθυμιών και συναισθημάτων θυμού των γυναικών, είναι το θέμα δύο πολύ διαφορετικών μυθιστορημάτων που διάβασα πρόσφατα.


«Το Δωμάτιο» της Έμα Ντόναχιου (εκδ. Ψυχογιός) διηγείται την ιστορία μιας νεαρής κοπέλας που απήχθει και κρατήθηκε για χρόνια δέσμια του απαγωγέα της σε ένα  δωμάτιο. Ο βιαστής απαγωγέας της  την αφήνει έγκυο και  το παιδί  που γεννιέται γίνεται τελικά και η σωτηρία της σε πολλαπλά επίπεδα. Ο βασικός αφηγητής στο μυθιστόρημα είναι το πεντάχρονο παιδί για το οποίο αυτό το δωμάτιο και η σχέση του με την μητέρα του είναι κυριολεκτικά όλος ο κόσμος. Η νεαρή μητέρα σώζει και σώζεται μέσα από μια σχέση αγάπης και αυτοθυσίας που αναπτύσσει με το παιδί της. Κατασκευάζει έναν ολόκληρο κόσμο μέσα στα ασφυκτικά όρια ενός δωματίου που είναι αρκετός για να νοηματοδοτήσει τόσο την ύπαρξη της όσο και να θρέψει την ανάπτυξη ενός παιδιού. Σε αυτή την συγκλονιστική και συγκινητική αφήγηση  η μητρότητα εξυψώνεται σε νόημα ζωής, σε μέσο σωτηρίας αλλά και σκοπό αυτοπραγμάτωσης. Ο πρώτος δεσμός γίνεται και ο μοναδικός για πολλά χρόνια. Είναι τόσο ισχυρός ώστε κρατάει στη  ζωή δύο ανθρώπους. Ένα βιβλίο που μεταξύ άλλων δείχνει την δύναμη του νου και του συναισθηματικού δεσμού να κατασκευάζει την υποκειμενική πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούμε.

`Το «Πρέπει να Μιλήσουμε για τον Κέβιν» της Λαϊονελ Σράιβερ (εκδ.Μεταίχμιο) μιλάει για την μητρότητα καθώς και για την διαμάχη ανάμεσα στη φύση και την ανατροφή, μέσα από μια για πολλούς ακραία ιστορία. Μια μητέρα, αφηγείται τις συνθήκες και τα γεγονότα που κατέληξαν στο να γίνει ο γιος της δράστης μαζικής δολοφονίας συμμαθητών του  στο σχολείο του. Κυρίως όμως μοιράζεται υπό τη μορφή επιστολών  προς τον άνδρα της,  τις σκέψεις και τα συναισθήματά της σχετικά με την μητρότητα και την ανατροφή του Κέβιν. Η πρωταγωνίστρια εδώ είναι μια γυναίκα που τολμάει να πει κάτι πολύ διαφορετικό από την κυρίαρχη αφήγηση  για την μητρότητα. Δηλώνει ευθαρσώς ότι δεν την πολυγοήτευε η ιδέα να γίνει μητέρα. Και όταν τελικά έγινε, κανένα από τα «μητρικά ένστικτα» και την σχεδόν αυτόματη προσκόλληση στο νεογέννητο δεν της συνέβη. Η ακραία απόσυρση και συναισθηματική αδιαφορία του Κέβιν – που αν εξαιρέσεις το νεαρό της ηλικίας, πληροί  τα κριτήρια Σχιζοειδούς  Διαταραχής Προσωπικότητας –  έκανε αδύνατη τη σύνδεση με τον γιο της  και εκείνου με τον οποιοδήποτε. Όσο και αν το πάλεψε δεν το κατάφερε παρά μόνο ίσως μετά από την πλήρη κατάρρευση της ίδιας και του γιου της μετά από σειρά τραγικά γεγονότα και εμπειρίες. Σταδιακά την οδηγήθηκε σε αποξένωση από τον άνδρα της και τελικά προς ολοκληρωτική αποδόμηση της ζωής της όπως την όριζε έως τότε.

Η πρωταγωνίστρια εκφράζει μια κριτική αμφιθυμία για την κυρίαρχη και αδιαμφισβήτητη αξία της μητρότητας. Όπως γράφει η ίδια στο επίμετρο του βιβλίου της : «Αποδεικνύεται ότι όλα αυτά τα «απωθητικά» συναισθήματα που δημιουργεί η ηρωίδα μου ομολογώντας τα όσα σιχαίνεται – την εγκυμοσύνη, τα άσκημα πλαστικά παιχνίδια, τα χαζά παιδικά τραγουδάκια, τη θανάσιμη πλήξη της φροντίδας ενός βρέφους, ακόμα και τον ίδιο της τον γιο μερικές φορές και , κατά συνέπεια, τον ίδιο τον εαυτό της δεν είναι και τόσο σπάνια. Αντίθετα, ένα σωρός κόσμος καίγεται να τα συζητήσει» (σ.575).

Πόσο επιτρέπεται ωστόσο σε μια μητέρα – και γενικότερα σε έναν γονιό, καθώς και οι απαιτήσεις από τους πατεράδες αλλάζουν – να εκφράσει τέτοιες σκέψεις; Πολλές φορές και μόνο να σκεφτεί κάπως έτσι την γεμίζει βαθιές ενοχές και αυστηρή αυτοκριτική και απαξίωση. Τέτοια συναισθήματα ακόμα και μέσα στην ασφάλεια της ψυχοθεραπευτικής σχέσης, παίρνουν καιρό και απαιτούν εμπιστοσύνη και κουράγιο για να κατατεθούν. Η δύναμη αυτών των σκέψεων είναι φαντασιακά τόσο ισχυρή που αυτόματα είναι σαν ακυρώνουν όποια αντίθετα συναισθήματα αγάπης και αφοσίωσης συνήθως συνυπάρχουν. Η ψυχοθεραπεία τελικά δεν είναι μεταξύ άλλων μια σχέση που μας επιτρέπει να κατανοούμε, να αντέχουμε και να ζούμε με τις αντιφάσεις μας;