“Η μόνη πατρίδα η παιδική μας ηλικία...αγαπημένοι μου και μοναδικοί συμμαθητές της ζωής μου”*

32 χρόνια μετά από την τελευταία φορά που τους είδα, συνάντησα τις προάλλες τους συμμαθητές μου του δημοτικού. Δύσπιστος και αμφιθυμικός για την ιδέα των δημοφιλών reunion της δεκαετίας  του facebook,  ειδικά μετά από την μοναδική πρόσφατη συμμετοχή μου σε ένα αντίστοιχο των γυμνασιακών χρόνων που με άφησε με μια κάπως καταθλιπτική και όχι ιδιαίτερα νοσταλγική γεύση. Κάτι ωστόσο στα μηνύματα και κυρίως στις φωτογραφίες που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο πριν τη συνάντησή μας,  με έκανε να ξεπεράσω την αμφιθυμία μου και να παρασυρθώ σε βιώματα μιας άλλης εποχής.

 


 

 Τους συνάντησα με αμηχανία και κάποια συστολή, αλλά και γεμάτος ακαθόριστες προσδοκίες.  Φυσιογνωμίες απρόσμενα οικείες - ριζωμένες σε έξι μακρινά χρόνια - άρχισαν αιφνίδια να αναδύονται μέσα από πρόσωπα και φιγούρες αρχικά άγνωστες. Διχασμένος μεταξύ μίας άβολης χειραψίας και  μιας θερμής  αγκαλιάς, διστακτικά κατέληξα να φιλήσω σταυρωτά τους περισσότερους από  τους γνωστούς αυτούς ξένους.

 Στο θέατρο...

 Σαν σχολική εκπαιδευτική εκδρομή, δίπλα δίπλα στα καθίσματα ενός θεάτρου, παρακολουθήσαμε ένα συμμαθητή μας – ηθοποιό πια -  να παίζει σε μια θεατρική παράσταση στο έργο της παιδικότητάς μας: την ιστορία ενός αυταρχικού, αυστηρού και καθόλου δημοφιλή στους μαθητές του καθηγητή που αποχαιρετάει πικρά  το σχολείου που πέρασε 18 χρόνια της ζωής του.

 Μετά την παράσταση κάπου να πούμε τα νέα μας παρέα με κρασί, μεζέδες και αργότερα οι πιο ξενύκτηδες και με ποτό.

 Οι κουβέντες μπλέκονταν μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος. Ξαναγνωρίζοντας κάποιους που ήδη γνωρίζα,  όπως λίγοι από τους τωρινούς τους φίλους και συγγενείς τους γνωρίζουν: από μια μακρινή εποχή, όπου οι πρώτοι σημαντικοί άλλοι μπήκαν στην ζωή μας με έναν τρόπο σαρωτικό και καθοριστικό για την σχέση μας με την οικογένεια μας. Όπως σχολίασε ένας συμμαθητής μου «ένα τσούρμο πιτσιρίκια (που) εξελίχθηκαν σε μια άλλη οικογένεια για μένα» .

 Όσο πέρναγε η ώρα, η συγκίνηση μεγάλωνε και τα συναισθήματα γίνονταν έντονα, καθολικά, καθηλωτικά. Συνεχίστηκαν να με κατακλύζουν , ίσως μάλιστα με αυξανόμενη ένταση και μετά τον αποχαιρετισμό, όπως και τις επόμενες μέρες. Από τα σχόλια που διάβασα στο facebook τις επόμενες ώρες και μέρες της συνάντησής μας, δεν ήμουν ο μόνος που ένιωθα έτσι. Σχόλια συγκινητικά – όπως ο «κλεμμένος» τίτλος αυτού του κειμένου – εύστοχα και έντονα προσωπικά.

 Αναρωτήθηκα τι τελικά συνέβη μέσα μου / μας με αυτή την συνάντηση; Τι μας διακίνησε τόσο δυνατά. Στο τέλος της ημέρας δεν συνδεόμαστε με τίποτε άλλο αυτά τα 32 χρόνια πέραν από κάποιες κοινές παιδικές μνήμες. Ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του στη ζωή, κόπιασε, δοκιμάστηκε, ερωτεύτηκε, χώρισε, ξαναερωτεύτηκε, γεύτηκε επιτυχίες και αποτυχίες, έζησε απώλειες, έπεσε και ξανασηκώθηκε, με λίγα λόγια μεγάλωσε σε μια πορεία που κανένας μας δεν ήταν δίπλα στον άλλον.

 Τι έκανε τις παιδικές σχέσεις τόσο δυνατές που χρόνια μετά,  μια απλή αντάμωση μας ταξιδεύει πίσω στην θολή αλλά τόσο έντονη αίσθηση εκείνων χρόνων;   

 Ο καθένας δίνει τις δικές του απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, ίσως στις δικές μου απαντήσεις να βρείτε και κάποιες δικές σας, ή παραλλαγές τους.

 Μεγαλώνω και νοσταλγώ την αθωότητα της παιδικότητας μου

Πολλοί από μας – μεσήλικες πια όσο και να μην μας αρέσει ο όρος -  συνειδητοποιούμε με διάφορους τρόπους το πέρασμα του χρόνου. Η συνάντηση με συμμαθητές της περιόδου εκείνης μας συνδέει βιωματικά μέσα από την επαναφήγηση κοινών εμπειριών με την παιδικότητά μας και ταυτόχρονα μας επιβεβαιώνει το πέρασμα των χρόνων αλλά και την τρομακτική εγγύτητά μας με τον παιδικό μας εαυτό. Αυτό τον εαυτό που κάποιοι από εμάς ξαναθυμηθήκαμε μέσα από τον ερχομό των δικών μας παιδιών στη ζωή μας. Όταν γινόμαστε γονείς, σε ψυχολογικό επίπεδο νομίζω ότι ταυτόχρονα κάνουμε δύο αντίροπες εσωτερικές  μετακινήσεις: προσεγγίζουμε τα βιώματα των γονιών μας αλλά επανασυνδεόμαστε και με τον παιδικό μας εαυτό. Στα 44 μας οι περισσότεροι είμαστε γονείς και είτε ζούμε τα χρόνια του δημοτικού των παιδιών μας είτε τα παιδιά μας είναι ήδη έφηβοι. Συνειδητά ή ασυνείδητα, γίνονται οι παραλληλισμοί και οι αναβιώσεις των δικών μας αντίστοιχων χρόνων. Τι θα κρατήσουμε και τι θα αποκηρύξουμε από αυτό που οι δικοί μας γονείς μας έδωσαν στην αντίστοιχη ηλικιακή φάση. Πόσες φορές παράδοξα πιάνουμε τους εαυτούς μας να επαναλαμβάνουμε ως γονείς αυτά που ως παιδιά ορκιστήκαμε μέσα μας ποτέ να μην κάνουμε όταν εμείς θα γινόμασταν γονείς.

 Τόσο ισχυροί συναισθηματικοί δεσμοί...

 Πώς είμασταν τόσο δεμένοι  σαν ομάδα; Τι μας ένωσε τόσο δυνατά; Το καλό σχολείο και  η χημεία των προσώπων δεν νομίζω ότι αρκούν να εξηγήσουν την σημαντικότητα αυτού του δεσμού σε αυτή την φάση. Η αίσθηση του ανήκειν σε μια ομάδα άλλη από την οικογένεια ήταν τόσο έντονη και καθοριστική. Η σχέση με συμβολικά συνομήλικα «αδέλφια» για κάποια μοναχοπαίδια μπορεί να υποκατέστησε το κενό, ενώ για εκείνους που είχαν μικρότερα ή μεγαλύτερα αδέλφια, η ομάδα συνομηλίκων μπορεί να πρόσφερε το καταφύγιο και άλλοτε την πρόκληση μιας πιο ομότιμης σχέσης. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις η τάξη του σχολείου  εισήγαγε κάποια παιδιά σε μια πραγματικότητα διαφορετική από την συναισθηματική «αταξία» του σπιτιού τους όπου πιθανά υπήρχαν εντάσεις και καυγάδες.

Η ένταξη σε αυτή την ομάδα,  έπρεπε να κερδηθεί, δεν ήταν δεδομένη όπως λίγο πολύ είναι στην οικογένεια. Η αποδοχή ερχόταν μέσα από το καθρέπτισμα των συμμαθητών: τι σημαίνει είμαι δημοφιλής, για ποιες διαστάσεις της ύπαρξής μου, πώς διεκδικώ την θέση μου στην ομάδα, είναι οι τρόποι που σχετίζομαι ανταποδοτικοί, γίνομαι πολύ ανταγωνιστικός ή μήπως πολύ υποχωρητικός. Πόσο  ξεχωριστός από τους υπόλοιπους είμαι και σε τι μοιάζουμε; Ερωτήματα που δεν είχαν χώρο να απαντηθούν στην αποχαυνωτική θαλπωρή και οικειότητα της οικογένειας.

 Εντυπωσιακός επίσης ήταν ο λανθάνων ερωτισμός εκείνης της περιόδου που η αναγνώριση αλλοτινά ποθητών φυσιογνωμιών τον αναμόχλευσε. Το κρυφοκυνηγητό αγόρια – κορίτσια, τα πάρτυ στα σπίτια όπου περιμέναμε να βάλουν τα μπλούζ, το «σκοτεινό δωμάτιο»  και η «μπουκάλα», δραστηριότητες που ακροβατούσαν ανάμεσα στο παιχνίδι και το φλερτ και δημιουργούσαν μια έξαψη πρωτόγνωρη και αμήχανη. Τόσο έντονη όμως, που 32 χρόνια μετά η αίσθηση του να ξανανταμώνεις παιδικούς σου «έρωτες» αφήνει ένα ίζημα παιδικής αμηχανίας ή και ανεκπλήρωτου.  Η συνειδητοποίηση του ανεπίστρεπτα ανεκλήρωτου, δημιουργεί στο παρόν μια ισχυρή υπενθύμιση του ενελέητου περάσματος του χρόνου. Μια επώδυνη  υπενθύμιση όλων όσων τελικά δεν κάναμε από τότε ως σήμερα είτε γιατί διστάσαμε είτε γιατί προσπαθήσαμε κάτι άλλο. Κάθε επιλογή αποκλείει χιλιάδες άλλες.

 Ποιος ήταν αυτός ο αξέχαστος δάσκαλος;

 Ο δικός μας δάσκαλος της αυστηρότητας, του ξύλου και της σχολαστικότητας ήταν απών γιατί 32 χρόνια μετά εξακολουθούσε στους περισσότερους από μας να προκαλεί συναισθήματα αντιπάθειας,  θυμού και φόβου και τελικά δεν προσκλήθηκε.  Όποια εμπειρία είναι συναισθηματικά φορτισμένη, ακόμα και αν είναι αρνητικά επενδυμένη, κυριαρχεί στην μνήμη. Ένας δάσκαλος-φόβητρο, που μέσα στο κλίμα μιας εποχής που ανεχόταν αν δεν επικροτούσε την σωματική τιμωρία ως παιδαγωγική μέθοδο, κατάφερε να εξοβελίσει από τις μνήμες μας τις καλοκάγαθες, τρυφερές δασκάλες των τριών πρώτων τάξεων του δημοτικού. Αυτών τα ονόματα και οι εικόνες χάθηκαν στον χρόνο, ενώ η φιγούρα του αυστηρού και απαιτηκού δασκάλου παραμένει ολοζώντανη. Ένας συμβολικός πατέρας που μας απέκοψε βίαια από την ζεστή μητρική αγκαλιά, μας πίεσε να ανακαλύψουμε τα όρια των μαθησιακών και κοινωνικών μας δεξιοτήτων και τελικά συνέβαλλε ίσως καθοριστικά στο να γίνουμε μια δεμένη ομάδα με συμπόνια, αλληλεγγύη αλλά και ανταγωνισμούς. Ένας συμβολικός πατέρας ενίοτε βίαιος αλλά και έντονα παρών στην σχέση, με νοιάξιμο και ευσυνειδησία, όπως τουλάχιστον εκείνος την αντιλαμβανόταν – και πολλοί από τους γονείς μας που τον θεωρούσαν εξαιρετικό δάσκαλο. Μας προετοίμαζε για έναν κόσμο απαιτητικό, χωρίς να διστάζει να γίνει δυσάρεστος,    κάνοντας αυτό που πίστευε ότι θα μας «μεγάλωνε».

 Πώς όμως εμείς διαχειριστήκαμε το κλίμα τρομοκρατίας που είχε δημιουργήσει; Πώς το έζησε ο καθένας μας μόνος του, τι κουβαλούσε πίσω στο σπίτι του, τι μοιραζόταν με τους δικούς του, τι ανταπόκριση είχαμε από αυτούς;. Μέσα στην τάξη ωστόσο καλλιεργήθηκαν συναισθήματα συμπόνιας και αλληλεγγύης για όποιον γινόταν αποδέκτης της αυστηρότητάς του. Τόσα χρόνια μετά, οι αναμνήσεις είναι λεπτομερείς και ακόμα είχαμε να την ανάγκη να μιλήσουμε για αυτές. Όχι με φόβο αλλά  με το συσσωρευμένο άχτι του μικρού παιδιού που ήθελε να αντιδράσει αλλά δεν μπορούσε.

 Τελικά ποια ψυχολογική ανάγκη έχει κανει τόσο δημοφιλή τα τελευταία  χρόνια τα reunion συμμαθητών; Η περιέργεια για την εξέλιξη κάποιων με τους οποίους κάποτε ξεκινήσαμε μαζί, ίσως καλύπτει την ανάγκη μας να κάνουμε έναν απολογισμό ζωής και να αναρωτηθούμε πού τα καταφέραμε καλά και πού όχι και τόσο καλά, πού σταθήκαμε τυχεροί και πού λιγότερο; Η ποικιλία των διαδρομών που ακολούθησαν οι αλλοτινοί συμμαθητές μας, μας θυμίζει το εύρος των επιλογών που είχαμε και το οποίο ίσως έχει περιοριστεί αναπανόρθωτα μέσα σε έναν καταιγισμό δεσμεύσεων. Είναι εντυπωσιακό το πόση διαφορετικότητα έχει προκύψει από μια ομάδα παιδιών που τότε εστιάζαμε  περισσότερο στις ομοιότητες παρά στις διαφορές μας. Η κοινότητα που θεμελιωνόταν  στην επίγνωση και βίωση των ομοιοτήτων είναι ίσως αυτή που θρέφει  σήμερα την έντονη νοσταλγική διάθεση. Σήμερα που περισσότερο βλέπουμε αυτά που μας χωρίζουν παρά αυτά που μας ενώνουν. 

 

υποσημ.: ο τίτλος είναι συρραφή από σχόλια συμμαθητών στο facebook μετά την συνάντηση μας